- τροκάνα
- η1) трещотка; 2) см. τροκάνι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροκάνα — η 1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί με περιστροφή, ροκάνα: Μας ξεκούφανε με την τροκάνα του. 2. βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροκάνα — η, Ν 1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί κατά την περιστροφή του, ροκάνα 2. βαρύ κουδούνι τών προβάτων, αλλ. τροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τροκ] … Dictionary of Greek
τροκάνι — και τρουκάνι, το, Ν [τροκάνα] βαρύ κουδούνι που κρεμούν στα πρόβατα … Dictionary of Greek
τροκάνι — το βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)