τροκάνα

τροκάνα
η
1) трещотка; 2) см. τροκάνι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τροκάνα" в других словарях:

  • τροκάνα — η 1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί με περιστροφή, ροκάνα: Μας ξεκούφανε με την τροκάνα του. 2. βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροκάνα — η, Ν 1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί κατά την περιστροφή του, ροκάνα 2. βαρύ κουδούνι τών προβάτων, αλλ. τροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τροκ] …   Dictionary of Greek

  • τροκάνι — και τρουκάνι, το, Ν [τροκάνα] βαρύ κουδούνι που κρεμούν στα πρόβατα …   Dictionary of Greek

  • τροκάνι — το βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»